κώμυς

κώμυς
κώμυς, -υθος, ἡ (Α)
1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.)
2. κλάδος δάφνης
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες
τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα *qōm- τής ΙΕ ρίζας *gem- «συμπιέζω, εμποδίζω» και συνδέεται πιθ. με τα κῶμος, κώμη, κημός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κώμυς — κώμῡς , κώμυς bundle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθα — κώμῡθα , κώμυς bundle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθας — κώμῡθας , κώμυς bundle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθες — κώμῡθες , κώμυς bundle fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυθος — κώμῡθος , κώμυς bundle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμυσι — κώμῡσι , κώμυς bundle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”